- ξεκωλώνω
- μετ.1) выбивать дно; 2) перен. изнурять; заездить (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκωλώνω — και ξεκωλιάζω 1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη… … Dictionary of Greek
ξεκωλώνω — ξεκώλωσα, ξεκωλώθηκα, ξεκωλωμένος 1. μτβ., αφαιρώ, βγάζω τον κώλο, τον πάτο κάποιου. 2. μτφ., κουράζω υπερβολικά, εξαντλώ: Τους ξεκώλωσε τους εργάτες στη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκώλωμα — το [ξεκωλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκωλώνω … Dictionary of Greek
ξεκωλιάζω — βλ. ξεκωλώνω … Dictionary of Greek
ξεκώλωμα — το ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκωλώνω. 2. μτφ., καταπόνηση, υπερβολική κούραση. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο υπερβολικά εργατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)